- διαυλωνισμός
- διαυλων-ισμός, οῦ, ὁ,A passage of wind through a narrow opening, Eust.1107.63.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαυλωνισμός — διαυλωνισμός, ο (Μ) δίοδος ανέμου μέσα από στενό πέρασμα … Dictionary of Greek